κύμβη

κύμβη
(I)
η (AM κύμβη)
νεοελλ.
ναυτ.
1. κοντή και πλατιά βάρκα που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων
2. πτυσσόμενη βάρκα τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο σκελετός της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν και τοποθετούνταν στο κατάστρωμα όπου καταλάμβανε ελάχιστο χώρο
3. στρ. πτυσσόμενες βάρκες που χρησιμοποιούνταν από το όπλο τού Μηχανικού ως υπόβαθρα για τη ζεύξη ελαφρών γεφυρών σε ποταμούς
4. ανατ. το μικρότερο επάνω μέρος τής κόγχης τού πτερυγίου τού αφτιού
μσν.-αρχ.
1. η κοιλότητα αγγείου
2. αγγείο, ποτήρι, κύπελλο
3. είδος πρωτόγονης βάρκας από σκαμμένο κορμό δέντρου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) σάκος, ταγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. που απαντά και στην Αρχαία Ινδική (πρβλ. αρχ. ινδ. kumbha, αβεστ. xumba «αγγείο»).
ΠΑΡ. αρχ. κυμβείον, κυμβίον).
————————
(II)
κύμβη, ἡ (AM)
1. κύβη*. κεφάλι
2. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού («πτεροβάμονες κύμβαι», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για το κύμβη (Ι) με σημασιολογική εξέλιξη παρόμοια με τού λατ. testa «κεραμίδι», αλλά και «κεφάλι». Ανερμήνευτος παραμένει ο τ. κύβη. Το πουλί ίσως να ονομάστηκε έτσι από τυχόν συνήθειά του να βουτά στα νερά. (Πρβλ. και το παρ. κυμβητιώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύμβη — hollow of a vessel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβῃ — κύμβη hollow of a vessel fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβαι — κύμβη hollow of a vessel fem nom/voc pl κύμβᾱͅ , κύμβη hollow of a vessel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβαις — κύμβη hollow of a vessel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβαισι — κύμβη hollow of a vessel fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβην — κύμβη hollow of a vessel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβης — κύμβη hollow of a vessel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβῃσι — κύμβη hollow of a vessel fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • keu-2, keu̯ǝ- —     keu 2, keu̯ǝ     English meaning: to bend     Deutsche Übersetzung: often with labialen or gutturalen extensions: “biegen” in verschiedenen Sonderungen as “in joint biegen, Gelenk, sich bũcken, sich drehen”; “Einbiegung, Einwölbung,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • κύμβος — κύμβος, ὁ (Α) κύμβη, ποτήρι, κύπελλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύμβη (Ι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”